καταφανεῖς

καταφανεῖς
καταφαίνω
declare
aor subj pass 2nd sg (epic)
καταφαίνω
declare
fut ind act 2nd sg (attic epic doric ionic)
καταφανής
clearly seen
masc/fem acc pl
καταφανής
clearly seen
masc/fem nom/voc pl (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • καταφανείς — καταφαίνω declare aor part pass masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καταλονία — (ισπαν. Catalun∼a, καταλ. Catalunya). Ημιαυτόνομη περιοχή (32.114 τ. χλμ., 6.361.365 το 2001) της βορειοανατολικής Ισπανίας με πρωτεύουσα τη Βαρκελώνη. Ορίζεται Α από τη Μεσόγειο και Β από τα Πυρηναία και συνορεύει Ν με τη Βαλένθια και Δ με την… …   Dictionary of Greek

  • ανεργία — Κατάσταση στην οποία βρίσκεται κάποιος που, ενώ θέλει και είναι ικανός να εργαστεί, ωστόσο δεν βρίσκει δουλειά. Παρότι, όταν γίνεται λόγος για α., εννοούμε κυρίως την α. των εργατών, των υπαλλήλων ή άλλων μισθωτών, στην οικονομική ζωή μπορεί να… …   Dictionary of Greek

  • νεοκλασικισμός — Μεγάλη πολιτιστική κίνηση που διαδόθηκε ευρύτατα στην Ευρώπη στη δεύτερη πεντηκονταετία του 18ου και στις πρώτες δεκαετίες του 19ου αι. Η αρχή του ανάγεται στο ενδιαφέρον για τις αρχαιολογικές σπουδές, που ανακινήθηκε μετά τις επιτυχείς ανασκαφές …   Dictionary of Greek

  • Άρης — I Θεός του πολέμου και από τους μεγαλύτερους θεούς της ελληνικής, αλλά και της λατινικής μυθολογίας. Γιος του Δία και της Ήρας ή μόνο της Ήρας που έμεινε έγκυος με την επαφή άνθους ή της Ενυούς (γι’ αυτό και ονομάζεται Ενυάλιος), που όμως… …   Dictionary of Greek

  • γεντιανίδες — Οικογένεια φυτών της τάξης των γεντιανιωδών ή τρεψιανθών (δικοτυλήδονα), με πολυάριθμα γένη ποωδών φυτών, που είναι χαρακτηριστικά των θερμών κυρίως περιοχών. Έχουν αντίθετα φύλλα και άνθη με στεφάνη συμπέταλη, σωληνοειδή, χοανοειδή, μοναχικά ή… …   Dictionary of Greek

  • Εκκλησιάζουσες — Κωμωδία του Αριστοφάνη, που παραστάθηκε για πρώτη φορά στα Λήναια το 392 π.Χ. και αποτελεί αντιπροσωπευτικό δείγμα της Μέσης αττικής κωμωδίας. Γραμμένη σε μια εποχή που οι συνέπειες του Πελοποννησιακού πολέμου ήταν καταφανείς και ο λαός… …   Dictionary of Greek

  • Εριγένης, Ιωάννης ο Σκότος — (John ScotusErigenaEriugena, Ιρλανδία 810 – 877;). Φιλόσοφος και θεολόγος. Από το 847 έζησε στο Παρίσι, όπου διετέλεσε διευθυντής της Παλατιανής Σχολής του Παρισιού. Με εντολή του Φράγκου βασιλιά Καρόλου Β’ του Φαλακρού μετέφρασε από τα ελληνικά… …   Dictionary of Greek

  • Λορεντζέτι — (Lorenzetti). Επώνυμο οικογένειας (αδελφών) Ιταλών ζωγράφων. 1. Αμπρότζιο (Ambrogio, Σιένα, περ. 1290 – 1348;). Εργάστηκε στη Φλωρεντία και στη Σιένα από το 1319 έως το τέλος της ζωής του, ενώ υπήρξε μαθητής και συνεργάτης του αδελφού του Πιέτρο… …   Dictionary of Greek

  • Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”